- χαλκόπυλος
- -ον, Α1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.)2. (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί-πυλος, μακρό-πυλος].
Dictionary of Greek. 2013.